- δουλικό
- τοδούλα, υπηρέτρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δουλικός — (I) ή, ό (AM δουλικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δούλο ή στη δουλεία 2. αυτός που γίνεται από δούλους («δουλικός πόλεμος») 3. αυτός που ταιριάζει σε δούλο, ευτελής, ταπεινός («δουλική συμπεριφορά») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
δουλοφροσύνη — η δουλικό φρόνημα, δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
δούλιος — δούλιος, ία, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δούλο, δουλικός (α. «δούλιον ἧμαρ» η ημέρα τής υποδούλωσης β. «δούλιος ζυγός» ο ζυγός τής δουλείας) 2. αυτός που ταιριάζει σε δούλο («δούλιος φρήν» δουλικό φρόνημα) … Dictionary of Greek
νεροκουβαλητής — ο, θηλ. νεροκουβαλήτρα (Μ νεροκουβαλητής) αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά και πώληση νερού νεοελλ. 1. αυτός που κάνει βοηθητικές εργασίες υπηρετώντας κάποιον με δουλικό τρόπο 2. το θηλ. υδροφόρο πλοίο … Dictionary of Greek